Сексуальний στα ελληνικά

Μετάφραση: сексуальний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φύλο, σεξουαλικός, έρωτας, σεξ, σέξι, sexy, προκλητικό, προκλητική, σέξυ
Сексуальний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бінарний στα ελληνικά - δυαδικός, δυαδικό, δυαδική, δυαδικά, δυαδικών, δυαδικές
  • відкидати στα ελληνικά - απάρνηση, γέρνω, αποποιούμαι, απορρίπτω, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, ...
  • голова στα ελληνικά - φασόλι, προεδρικός, κεφάλι, κεφαλή, κεφαλής, επικεφαλής, το κεφάλι
  • електроніка στα ελληνικά - ηλεκτρονική, Ηλεκτρονικά, Electronics, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονικών ειδών
Τυχαίες λέξεις
Сексуальний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φύλο, σεξουαλικός, έρωτας, σεξ, σέξι, sexy, προκλητικό, προκλητική, σέξυ