Секція στα ελληνικά
Μετάφραση: секція, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόλπος, μονάδα, τμήμα, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- газова στα ελληνικά - βενζίνη, αέριο, αερίου, αερίων, φυσικού αερίου, φυσικό αέριο
- горіх στα ελληνικά - παξιμάδι, καρύδι, περικόχλιο, περικοχλίου, παξιμαδιού
- збудити στα ελληνικά - συγκίνηση, ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, συναρπάζουν, διεγείρουν
- лінчує στα ελληνικά - λυντσάρω, Lynch, λυντσάρει, λιντσαρίσματος, λυντσάρουν
Τυχαίες λέξεις
Секція στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόλπος, μονάδα, τμήμα, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
Μεταφράσεις: κόλπος, μονάδα, τμήμα, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο