Сидячий στα ελληνικά

Μετάφραση: сидячий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεδρίαση, καθιστικός, καθιστική, καθιστική ζωή, καθιστικής, καθιστικές
Сидячий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вижимати στα ελληνικά - βιδώνω, βίδα, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως
  • жалюгідно στα ελληνικά - οικτρός, αξιολύπητος, άθλιως, παταγωδώς, οικτρά, άθλια, αξιοθρήνητα
  • зустріти στα ελληνικά - συνάντηση, αναμέτρηση, συναντώ, διαδραματίζω, συμβαίνω, συνάντησης, αντιμετωπίζουν, ...
  • коваль στα ελληνικά - γουναράς, ακτή, μεταλλουργός, σιδεράς, σιδηρουργός, Smith, Σμιθ
Τυχαίες λέξεις
Сидячий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεδρίαση, καθιστικός, καθιστική, καθιστική ζωή, καθιστικής, καθιστικές