Сидіння στα ελληνικά
Μετάφραση: сидіння, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθιστικός, πάτος, συνεδρίαση, κάθισμα, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας
Μεταφράσεις
- вус στα ελληνικά - δρομέας, αθλητής, μουστάκι, το μουστάκι, μουστάκι του, mustache
- запрошування στα ελληνικά - zaproshuvannya
- капати στα ελληνικά - σταλάζω, στάζω, σταγόνα, στάγδην, στάλαξης, ενστάλαξη, στάζει
- кліпери στα ελληνικά - κουρευτικές μηχανές, κουρευτικές, πένσες, ψαλιδιστές, κουρευτές ζώων
Τυχαίες λέξεις
Сидіння στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθιστικός, πάτος, συνεδρίαση, κάθισμα, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας
Μεταφράσεις: καθιστικός, πάτος, συνεδρίαση, κάθισμα, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας