Πάτος στα ουκρανικά
Μετάφραση: πάτος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сидіння, піді, дно, ж-під, попід, під, носок, шкарпетку, шкарпетка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πάτος
πάτοσ τησ οδοντόκρεμάσ σασ, πάτοσ συνώνυμα, πάτος ετυμολογία, πάτος σιλικόνης, κινητός πάτος, πάτος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πάτος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πάταγος στα ουκρανικά - грюкіт, грюк, гомін, гуркіт, грюкнути, розбити, стукати, ...
- πάτερο στα ουκρανικά - безліч, купа, сплавляти, пліт, Патер, патера, Патером, ...
- πάτωμα στα ουκρανικά - нитковидний, підлога, поверх, ий поверх
- πάχνη στα ουκρανικά - мороз, іній, паморозь, изморозь
Τυχαίες λέξεις
Πάτος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сидіння, піді, дно, ж-під, попід, під, носок, шкарпетку, шкарпетка
Μεταφράσεις: сидіння, піді, дно, ж-під, попід, під, носок, шкарпетку, шкарпетка