Систематизувати στα ελληνικά
Μετάφραση: систематизувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κανονίζω, τακτοποιώ, συστηματοποιώ, συστηματοποίηση, συστηματοποιήσει, συστηματοποιήσουν, συστηματοποιηθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аплодуйте στα ελληνικά - επευφημώ, χειροκροτώ, επικροτώ, χειροκροτήσουν, επικροτήσω, επικροτούμε
- арешт στα ελληνικά - συλλαμβάνω, σύλληψη, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη
- вантажити στα ελληνικά - πλοίο, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
- контрольований στα ελληνικά - αστυνόμος, αστυφύλακας, ελεγχόμενη, ελεγχόμενες, ελεγχόμενης, ελεγχόμενο, την ελεγχόμενη
Τυχαίες λέξεις
Систематизувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κανονίζω, τακτοποιώ, συστηματοποιώ, συστηματοποίηση, συστηματοποιήσει, συστηματοποιήσουν, συστηματοποιηθούν
Μεταφράσεις: κανονίζω, τακτοποιώ, συστηματοποιώ, συστηματοποίηση, συστηματοποιήσει, συστηματοποιήσουν, συστηματοποιηθούν