Сканувати στα ελληνικά

Μετάφραση: сканувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαρώνω, αγναντεύω, ερευνώ, σάρωση, σάρωσης, σαρώσεως, ανίχνευση, ανίχνευσης
Сканувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • богослов'я στα ελληνικά - θεολογία, θεολογίας, Θεολογικής, Θεολογική, τη θεολογία
  • вихлопний στα ελληνικά - εξάτμιση, καυσαερίων, εξάτμισης, εξαγωγής, εξατμίσεως
  • затуманений στα ελληνικά - παρεξήγηση, νεφελώδης, συννεφιασμένος, θολό, συννεφιασμένο, νεφελώδες
  • конспектуйте στα ελληνικά - konspektuyte
Τυχαίες λέξεις
Сканувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαρώνω, αγναντεύω, ερευνώ, σάρωση, σάρωσης, σαρώσεως, ανίχνευση, ανίχνευσης