Склеювати στα ελληνικά

Μετάφραση: склеювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόλλα, μαστίχα, μείνουμε ενωμένοι, κολλάνε μεταξύ τους, κολλούν μεταξύ τους, κολλάνε μεταξύ, κολλούν μεταξύ
Склеювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вожак στα ελληνικά - κόκορας, πετεινός, πρωτεργάτη, επικεφαλής, ηγετικό, επί κεφαλής, ηγετικό ρόλο
  • глобалізація στα ελληνικά - παγκοσμιοποίηση, παγκοσμιοποίησης, της παγκοσμιοποίησης, η παγκοσμιοποίηση, την παγκοσμιοποίηση
  • критикани στα ελληνικά - κριτικούς, επικριτές, κριτικοί, οι επικριτές, τους κριτικούς
  • латати στα ελληνικά - κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, επίθεμα, εμπλάστρου
Τυχαίες λέξεις
Склеювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόλλα, μαστίχα, μείνουμε ενωμένοι, κολλάνε μεταξύ τους, κολλούν μεταξύ τους, κολλάνε μεταξύ, κολλούν μεταξύ