Скорочувати στα ελληνικά
Μετάφραση: скорочувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρεύω, πόρπη, συνδετήρας, συντομεύω, ψαλιδίζω, μειώσει, να μειώσει, μείωση, μειώσουν, μειώνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- брязкітка στα ελληνικά - bryazkitka
- вказуванням στα ελληνικά - στέκα, ένδειξη, ένδειξης, ενδείξεις, αναφορά, αναγραφή
- коричнювато-жовтий στα ελληνικά - χέρσος, καφέ-, καστανοκόκκινου
- курорт στα ελληνικά - ηχώ, θέρετρο της υγείας, θέρετρο υγείας, Ξενοδοχείο, Health Resort, θέρετρο ευεξίας
Τυχαίες λέξεις
Скорочувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρεύω, πόρπη, συνδετήρας, συντομεύω, ψαλιδίζω, μειώσει, να μειώσει, μείωση, μειώσουν, μειώνουν
Μεταφράσεις: κουρεύω, πόρπη, συνδετήρας, συντομεύω, ψαλιδίζω, μειώσει, να μειώσει, μείωση, μειώσουν, μειώνουν