Πόρπη στα ουκρανικά
Μετάφραση: πόρπη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ковтати, затиск, брошка, скоба, затискач, брошку, скорочувати, пряжка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόρπη
πόρπη τι είναι, ασημένια πόρπη, πόρπη συνώνυμα, πόρπη πλαστική ιμάντα, πόρπη ροδόπης, πόρπη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πόρπη στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πόροι στα ουκρανικά - гриміти, славити, відбивати, звучати, слався, ресурси, ресурсів
- πόρος στα ουκρανικά - дикобрази, ресурс
- πόρτα στα ουκρανικά - двері, низкою, майже, квартира, рядом, помешкання, запах
- πόσιμος στα ουκρανικά - питної, питною, питній, питний, питну
Τυχαίες λέξεις
Πόρπη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ковтати, затиск, брошка, скоба, затискач, брошку, скорочувати, пряжка
Μεταφράσεις: ковтати, затиск, брошка, скоба, затискач, брошку, скорочувати, пряжка