Слабко στα ελληνικά
Μετάφραση: слабко, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στρώνω, ξαπλώνω, κοσμικός, ασθενώς, ελαφρώς, αδύναμα, ασθενή, ελαφρά
Μεταφράσεις
- галушка στα ελληνικά - είδος ζυμαρικών, ζυμαρικών, μπουλεττών, λουκουμά, μπουλέττα
- депорт στα ελληνικά - απελαύνω, εκτοπίζω, backwardation
- закручувати στα ελληνικά - ζαρώνω, μπούκλα, κατσαρώματος, κατσάρωμα, μπουκλών, curl
- зашипіти στα ελληνικά - σφυρίζω, zashypity
Τυχαίες λέξεις
Слабко στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στρώνω, ξαπλώνω, κοσμικός, ασθενώς, ελαφρώς, αδύναμα, ασθενή, ελαφρά
Μεταφράσεις: στρώνω, ξαπλώνω, κοσμικός, ασθενώς, ελαφρώς, αδύναμα, ασθενή, ελαφρά