Στρώνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: στρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
слабко, посипати, притрусити
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρώνω
στρώνω πετσέτα, στρώνω πλακάκια, στρώνω τραπέζι, ονειροκριτης στρώνω, στρώνω κάποιον στη δουλειά, στρώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στρώνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στροφή στα ουκρανικά - розтягнення, поворот, зворот, виганяти, крутити, вигін, згин, ...
- στρώμα στα ουκρανικά - серветка, завіса, зупинка, зупинення, таблиця, мотика, листок, ...
- στρώση στα ουκρανικά - верства, обшивка, верству, прошарок, ґрунт, шар
- στυγνός στα ουκρανικά - затверділий, бездушний, мозолястий, нечулий, нечутливий, жорстокий, жорстока, ...
Τυχαίες λέξεις
Στρώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: слабко, посипати, притрусити
Μεταφράσεις: слабко, посипати, притрусити