Слабнути στα ελληνικά
Μετάφραση: слабнути, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτόνωση, ξεκούραση, αποτυγχάνουν, αποτύχει, αποτύχουν, δεν, μην
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анатомування στα ελληνικά - ανατομία, ανατομίας, την ανατομία, της ανατομίας, ανατομική
- благочестиво στα ελληνικά - κουκούτσι, ευσεβώς, θεοσεβώς, ευλαβικά, ευλάβεια, με ευλάβεια
- крам στα ελληνικά - αγαθά, αγαθό, εμπόρευμα, υλικό, πράγματα, ουσία, τα πράγματα, ...
- матрос στα ελληνικά - δείκτης, μουσαμάς, χέρι, παραδίνω, ναύτης, δίνω, ναυτικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Слабнути στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτόνωση, ξεκούραση, αποτυγχάνουν, αποτύχει, αποτύχουν, δεν, μην
Μεταφράσεις: εκτόνωση, ξεκούραση, αποτυγχάνουν, αποτύχει, αποτύχουν, δεν, μην