Словник στα ελληνικά

Μετάφραση: словник, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεξικό, λεξικού
Словник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • викликаний στα ελληνικά - που προκαλείται, επαγόμενη, που προκαλείται από, επάγεται, προκαλούμενη
  • випускник στα ελληνικά - απόφοιτος, αποφοιτώ, τελειόφοιτος, απόφοιτος κολλεγίου, απόφοιτο, απόφοιτος του
  • відгодовувати στα ελληνικά - μάχη, παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, πάχυνση των
  • захід στα ελληνικά - δυτικός, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Τυχαίες λέξεις
Словник στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεξικό, λεξικού