Слугувати στα ελληνικά

Μετάφραση: слугувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακαλώ, ζητιανεύω, ικετεύω, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν
Слугувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вручення στα ελληνικά - δέσμευση, παράδοση, παραλαβή, διανομή, παράδοσης, παροχής, παροχή
  • гальмувати στα ελληνικά - φρενάρω, τροχοπεδώ, φρένο, φρένων, φρένου, πέδησης, πέδης
  • діяти στα ελληνικά - αποφασίζω, βασιλεύω, βιασύνη, λειτουργία, επηρεάζω, ιθύνω, ορμή, ...
  • легка στα ελληνικά - άνετος, εύκολος, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
Τυχαίες λέξεις
Слугувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακαλώ, ζητιανεύω, ικετεύω, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν