Слуховий στα ελληνικά

Μετάφραση: слуховий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακουστικός, ακουστικό, ακουστικές, ακουστική, ακουστικού
Слуховий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відключіть στα ελληνικά - Αποσύνδεση, Αποσυνδέστε, Αποσυνδέστε το, ΔΙΑΚΟΠΗ, αποσύνδεσης
  • гіпопотам στα ελληνικά - καρφώνω, ιπποπόταμος, ιπποπόταμου, ιπποπόταμο, ιπποπόταμων, του ιπποπόταμου
  • достаток στα ελληνικά - υγεία, αφθονία, πλούσια, ευγονία, συρροή, ευφορία, γονιμότητα, ...
  • зимно στα ελληνικά - ψυχρά, κρύο, κρύα, ψυχρό, κρύου, το κρύο
Τυχαίες λέξεις
Слуховий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακουστικός, ακουστικό, ακουστικές, ακουστική, ακουστικού