Смеркти στα ελληνικά
Μετάφραση: смеркти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λυκόφως, σουρούπωμα, smerkty
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атакувати στα ελληνικά - επιδρομή, επίθεση, επιτίθεμαι, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
- вилучати στα ελληνικά - ανάληψη, αποχώρηση, αποσύρω, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ανακαλούν
- закрійниця στα ελληνικά - zakriynytsya
- кипучість στα ελληνικά - κοχλάζει, εξημμένος, βράζει, ταραγμένη, κοχλάζον
Τυχαίες λέξεις
Смеркти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λυκόφως, σουρούπωμα, smerkty
Μεταφράσεις: λυκόφως, σουρούπωμα, smerkty