Смішно στα ελληνικά
Μετάφραση: смішно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σέρνω, τραβώ, διασκεδαστικά, ψυχαγωγικό, amusingly, περιπαικτικά, με ψυχαγωγικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авторство στα ελληνικά - πατρότητα, συγγραφή, του συντάκτη, πατρότητας, συντάκτη του, συντάκτη του εγγράφου
- атомна στα ελληνικά - ατομικός, πυρηνικός, Πυρηνική, Πυρηνικής, Πυρηνικών, την πυρηνική
- випускати στα ελληνικά - εκθλίβω, αναδίνω, αποβάλλω, εκπέμπω, έκδοση, ζήτημα, τεύχος, ...
- звуковою στα ελληνικά - ακουστικός, ηχητικός, ήχος, υγιής, χρηστή, ακούγεται, τη χρηστή
Τυχαίες λέξεις
Смішно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σέρνω, τραβώ, διασκεδαστικά, ψυχαγωγικό, amusingly, περιπαικτικά, με ψυχαγωγικό
Μεταφράσεις: σέρνω, τραβώ, διασκεδαστικά, ψυχαγωγικό, amusingly, περιπαικτικά, με ψυχαγωγικό