Σέρνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: σέρνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гальмо, тягнути, танок, буксирувати, смішно, гальмування, пригнічення
Σέρνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σέρνω

σέρνω english, σέρνω αόριστος, σέρνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σέρνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σέρβις στα ουκρανικά - рух, послуга, обслуговування, обслуговувати, служба
  • σέρνομαι στα ουκρανικά - плазувати, повзати, ползать
  • σέρτικος στα ουκρανικά - жорстокий, суворий, стиснутий, гостра, гостре, сильний, дратуючий, ...
  • σέσουλα στα ουκρανικά - набирати, скрип, скрипіти, ківш, зачерпнути, черпати, шарудіти, ...
Τυχαίες λέξεις
Σέρνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: гальмо, тягнути, танок, буксирувати, смішно, гальмування, пригнічення