Сплата στα ελληνικά

Μετάφραση: сплата, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαλινάρι, πληρωμή, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής
Сплата στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • в'язниці στα ελληνικά - φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής
  • видавлювати στα ελληνικά - σκαρπέλο, τρυπώντας, γλύφανο, εκσκαφής, κοίλο κοπτικό εργαλείο
  • виписка στα ελληνικά - εκχύλισμα, αποσπώ, θεωρητικός, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα
  • завзятий στα ελληνικά - αγροίκος, επίμονος, ανυποχώρητος, διαρκής, επίμονη, ανθεκτικές, επίμονες, ...
Τυχαίες λέξεις
Сплата στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαλινάρι, πληρωμή, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής