Спонукати στα ελληνικά
Μετάφραση: спонукати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρόρμηση, υποβοηθώ, παρακινώ, παροτρύνω, έγκαιρη, άμεση, προτροπή, γραμμή, ταχεία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ад'юнкт στα ελληνικά - συμπλήρωμα, αναπληρωτής, παρεπόμενο, επιπρόσθετο, συμπληρωματική, συμπληρωματικό
- вкинути στα ελληνικά - πετώ, πέταγμα, ρίχνω, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, ...
- комірчина στα ελληνικά - λημέρι, καταγώγιο, ντουλάπι, ντουλάπα, ντουλαπιών, ντουλάπας, closet
- крокувати στα ελληνικά - παρέλαση, βήμα, στάδιο, βαθμίδα, το βήμα, σταδίου
Τυχαίες λέξεις
Спонукати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρόρμηση, υποβοηθώ, παρακινώ, παροτρύνω, έγκαιρη, άμεση, προτροπή, γραμμή, ταχεία
Μεταφράσεις: παρόρμηση, υποβοηθώ, παρακινώ, παροτρύνω, έγκαιρη, άμεση, προτροπή, γραμμή, ταχεία