Справитися στα ελληνικά
Μετάφραση: справитися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντεπεξέρχομαι, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вуличний στα ελληνικά - δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό
- економічний στα ελληνικά - φειδωλός, οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
- жвавий στα ελληνικά - εύστροφος, εύγλωττος, φαιδρός, ευχερής, κινητικότητα, αγορίστικός, ζωηρά, ...
- матеріал στα ελληνικά - πράμα, υλισμός, υλικό, υλικού, υλικών, υλικά, ύλη
Τυχαίες λέξεις
Справитися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντεπεξέρχομαι, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν
Μεταφράσεις: αντεπεξέρχομαι, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν