Співрозмовниця στα ελληνικά
Μετάφραση: співрозмовниця, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλειμμα, σύντροφος, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- батистовий στα ελληνικά - batystovyy
- величезний στα ελληνικά - ανώμαλος, γίγαντας, μέγιστος, μεγάλος, δοχείο, τρομερός, κολοσσιαίος, ...
- господар στα ελληνικά - κτήτορας, οικοδεσπότης, φιλοξενώ, αγρότης, ιδιοκτήτης, κάτοχος, υποδοχής, ...
- колошматити στα ελληνικά - λίβρα, λίρα, λιβρών, λίρας, κιλό
Τυχαίες λέξεις
Співрозмовниця στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλειμμα, σύντροφος, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός
Μεταφράσεις: διάλειμμα, σύντροφος, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός