Διάλειμμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: διάλειμμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
побити, змішання, переміна, співрозмовниця, міжміський, рвати, розламати, здавати, інтервал, проміжок
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διάλειμμα
διάλειμμα διαβατα, διάλειμμα συλλαβισμός, διάλειμμα ροδος, διάλειμμα εργαζομένων, διάλειμμα εργασίας, διάλειμμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διάλειμμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διάκονος στα ουκρανικά - дяк, диякон, диякона, дьякон
- διάκριση στα ουκρανικά - проникливість, обачність, дискримінація, розсуд, дискримінаційний, осторога, обережність, ...
- διάλεκτος στα ουκρανικά - баритися, діалект
- διάλεξη στα ουκρανικά - читець, лекція, реферат, работа, курсовая работа, контрольная работа
Τυχαίες λέξεις
Διάλειμμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: побити, змішання, переміна, співрозмовниця, міжміський, рвати, розламати, здавати, інтервал, проміжок
Μεταφράσεις: побити, змішання, переміна, співрозмовниця, міжміський, рвати, розламати, здавати, інтервал, проміжок