Стан στα ελληνικά

Μετάφραση: стан, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάθηση, σύκα, θέση, πρωτεύουσα, περιουσία, κατάσταση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, όρος
Стан στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • грабуйте στα ελληνικά - βία, βία για να, βίας στις, βίας για, βία για
  • демаркаційний στα ελληνικά - οροθεσία, διαχωρισμός, Οριοθέτηση, Οριοθέτησης, την οριοθέτηση, Οροθέτηση
  • диверсія στα ελληνικά - σαμποτάρω, δολιοφθορά, εκτροπή, εκτροπής, της εκτροπής, εκτροπής του, η εκτροπή
  • марина στα ελληνικά - μαρινάτα, θαλάσσια, θαλάσσιο, θαλάσσιων, θαλάσσιου, θαλάσσιας
Τυχαίες λέξεις
Стан στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάθηση, σύκα, θέση, πρωτεύουσα, περιουσία, κατάσταση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, όρος