Σύκα στα ουκρανικά

Μετάφραση: σύκα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стан, настрій, інжир, наряд, прикрашувати
Σύκα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύκα

σύκα θερμίδες, σύκα ξερά, σύκα ιδιότητεσ, σύκα λιαστά, σύκα γλυκό του κουταλιού, σύκα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σύκα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σύγχυση στα ουκρανικά - зніяковіння, збентеження, замішання, безладдя, плутанина, сум'яття, здивування
  • σύζυγος στα ουκρανικά - дружина, чоловік, жінка, подружжя, володіє, муж
  • σύλληψη στα ουκρανικά - концепція, розуміння, сприйнятливість, запліднення, кмітливість, задум, поняття, ...
  • σύμβαση στα ουκρανικά - договір, угода, звичай, скликання, умовність, контракт
Τυχαίες λέξεις
Σύκα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: стан, настрій, інжир, наряд, прикрашувати