Περιουσία στα ουκρανικά

Μετάφραση: περιουσία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стан, манатки, маєток, майно, пожиток, якості, володіння, преса, опанувати, оволодіти, властивість, якість
Περιουσία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιουσία

περιουσία εκκλησίας ελλάδος, περιουσία μαρινάκη, περιουσία του μακαριστού χριστόδουλου, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, περιουσία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • περιορισμένος στα ουκρανικά - обмежений, обмежене, обмежена
  • περιορισμός στα ουκρανικά - обмежувальний, кордонний, прикордонний, обмежувати, обмежити, обмежений, обмеження
  • περιοχή στα ουκρανικά - володіння, галузь, встановити, область, відділок, край, домен, ...
  • περιπέτεια στα ουκρανικά - пригода, авантюра, пригоду, приключение
Τυχαίες λέξεις
Περιουσία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: стан, манатки, маєток, майно, пожиток, якості, володіння, преса, опанувати, оволодіти, властивість, якість