Статевий στα ελληνικά
Μετάφραση: статевий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεννητικός, σεξουαλικός, σεξουαλική, σεξουαλικής, τη σεξουαλική, της σεξουαλικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- буй στα ελληνικά - σημαδούρα, σημαντήρα, πλωτήρα, σημαντήρας, Πλωτήρας
- добиватися στα ελληνικά - κατορθώνω, επιτύχει, επιτύχουν, επίτευξη, την επίτευξη, επιτευχθεί
- коренастий στα ελληνικά - γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, διατρητήρα, ζουμπά
- ліжко στα ελληνικά - κρεβάτι, κλίνης, κλίνη, κρεβατιού, bed
Τυχαίες λέξεις
Статевий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεννητικός, σεξουαλικός, σεξουαλική, σεξουαλικής, τη σεξουαλική, της σεξουαλικής
Μεταφράσεις: γεννητικός, σεξουαλικός, σεξουαλική, σεξουαλικής, τη σεξουαλική, της σεξουαλικής