Γεννητικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: γεννητικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
статевий, породжує, що породжує, який породжує, породжуючий
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεννητικός
γεννητικός έρπης συμπτώματα, γεννητικός έρπης φωτογραφιες, γεννητικός κύκλος, γεννητικός έρπης θεραπεία, γεννητικός ερπης, γεννητικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γεννητικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γενναιόδωρος στα ουκρανικά - щедрий, шляхетний, великодушний, міцний, родючий, щедра, найщедріший
- γενναιότητα στα ουκρανικά - сміливість, відвага, мужність, хоробрість
- γεννοβολώ στα ουκρανικά - ікринка, порода, визивати, ікра, зароджуватися, литка, зростити, ...
- γεννώ στα ουκρανικά - перенести, важкість, ікра, робити, ікринка, генерувати, визивати, ...
Τυχαίες λέξεις
Γεννητικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: статевий, породжує, що породжує, який породжує, породжуючий
Μεταφράσεις: статевий, породжує, що породжує, який породжує, породжуючий