Ствол στα ελληνικά

Μετάφραση: ствол, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άξονας, βαρέλι, το βαρέλι, κύλινδρο, βαρελιού, κάννη
Ствол στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вивих στα ελληνικά - εξάρθρωση, μετατόπιση, εξάρθρωσης, εξάρθρημα, αποδιάρθρωση
  • виття στα ελληνικά - ουρλιαχτό, ουρλιάζοντας, ουρλιάζει, ουρλιάζουν, howling
  • достати στα ελληνικά - διασφαλίζω, ασφαλίζω, εδραιώνω, ασφαλής, dostaty
  • заповідальний στα ελληνικά - διαθήκη, διαθήκης, σύνταξης διαθήκης, εκ διαθήκης, βουλήσεως
Τυχαίες λέξεις
Ствол στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άξονας, βαρέλι, το βαρέλι, κύλινδρο, βαρελιού, κάννη