Стримувати στα ελληνικά
Μετάφραση: стримувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεσπόζω, κυριαρχώ, φελλός, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει
Μεταφράσεις
- буфет στα ελληνικά - εμποδίζω, παγούρι, φράζω, μπαρ, μπουφές, σερβάντα, σκευοθήκη, ...
- відгородити στα ελληνικά - οδόφραγμα, φράσσω, οδοφράγματος, φράγμα, οδοφράγματα, barricade
- газетний στα ελληνικά - εφημερίδα, δημοσιογραφικό χαρτί, Δημοσιογραφικός χάρτης, Δημοσιογραφικό, Το δημοσιογραφικό χαρτί, Χαρτί εφημερίδων
- люстра στα ελληνικά - πολυέλαιος, πολυέλαιο, πολυελαίου, πολυελαίων, πολύφωτου
Τυχαίες λέξεις
Стримувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεσπόζω, κυριαρχώ, φελλός, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει
Μεταφράσεις: δεσπόζω, κυριαρχώ, φελλός, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει