Струс στα ελληνικά

Μετάφραση: струс, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρεμούλιασμα, αναταραχή, σάλος, δόνηση, εγκεφαλική διάσειση, διάσειση, διάσεισης, πάθει διάσειση, τη διάσειση
Струс στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виразка στα ελληνικά - έλκος, έλκους, του έλκους, έλκος του, το έλκος
  • глюкоза στα ελληνικά - γλυκόζη, γλυκόζης, της γλυκόζης, γλυκόζης στο, γλυκόζης του
  • денді στα ελληνικά - δανδής, dandy, δανδή, φιλάρεσκος, πρώτης τάξεως
  • зневажати στα ελληνικά - παραλείπω, καταφρόνια, παραβλέπω, αψηφώ, περιφρονώ, αντιστέκομαι, αμελώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Струс στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρεμούλιασμα, αναταραχή, σάλος, δόνηση, εγκεφαλική διάσειση, διάσειση, διάσεισης, πάθει διάσειση, τη διάσειση