Αναταραχή στα ουκρανικά
Μετάφραση: αναταραχή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розруха, зворушення, струс, сум'яття, хвилювання, заворушення, безлади, безладдя, безпорядки, безлад
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναταραχή
αναταραχή σε δημοτικό σχολείο, αναταραχή συνώνυμο, αναταραχή φύλου, αναταραχή αγγλικά, αναταραχή στις τράπεζες – καταθέτες τραβάνε χρήματα, αναταραχή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αναταραχή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ανασχηματισμός στα ουκρανικά - перестановка, переставляння
- ανατέλλω στα ουκρανικά - хвилястий, anatello
- ανατολή στα ουκρανικά - схід, Восток
- ανατολίτικος στα ουκρανικά - азіатський, східний, західний, південний, Східній, північний
Τυχαίες λέξεις
Αναταραχή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розруха, зворушення, струс, сум'яття, хвилювання, заворушення, безлади, безладдя, безпорядки, безлад
Μεταφράσεις: розруха, зворушення, струс, сум'яття, хвилювання, заворушення, безлади, безладдя, безпорядки, безлад