Стручок στα ελληνικά
Μετάφραση: стручок, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κέλυφος, βακαλάος, έλυτρο, pod, λοβό, λοβού, λοβός, τύπου pod
Μεταφράσεις
- авансувати στα ελληνικά - πρόοδος, προκαταβάλλω, προχωρώ, προβαίνω, προκαταβολή, προωθήσει, την προώθηση, ...
- важіль στα ελληνικά - επιρροή, μοχλός, μοχλό, μοχλού, μοχλ, του μοχλού
- зносіть στα ελληνικά - λειαίνω, τρίβω, φθείρει, φθορά, φθαρεί, φθείρονται, φθείρεται
- кожній στα ελληνικά - κανείς, κάθε, καθένα, κάθε ένα, κάθε μία, καθεμία
Τυχαίες λέξεις
Стручок στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κέλυφος, βακαλάος, έλυτρο, pod, λοβό, λοβού, λοβός, τύπου pod
Μεταφράσεις: κέλυφος, βακαλάος, έλυτρο, pod, λοβό, λοβού, λοβός, τύπου pod