Судовий στα ελληνικά
Μετάφραση: судовий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικανικός, δικαστικός, δικαστική, δικαστικής, δικαστικών, δικαστικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аматорський στα ελληνικά - ερασιτέχνης, ερασιτεχνικός, ερασιτεχνικού, ερασιτεχνική, ερασιτεχνικό, ερασιτεχνικά
- буфет στα ελληνικά - εμποδίζω, παγούρι, φράζω, μπαρ, μπουφές, σερβάντα, σκευοθήκη, ...
- драконівський στα ελληνικά - δρακόντεια, δρακόντειες, δρακόντειους, δρακόντειων, δρακόντειο
- конюх στα ελληνικά - γαμπρός, ιπποκόμος, γαμπρό, γαμπρού, του γαμπρού, ο γαμπρός
Τυχαίες λέξεις
Судовий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικανικός, δικαστικός, δικαστική, δικαστικής, δικαστικών, δικαστικές
Μεταφράσεις: δικανικός, δικαστικός, δικαστική, δικαστικής, δικαστικών, δικαστικές