Схвильований στα ελληνικά

Μετάφραση: схвильований, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νευρικός, αγχώδης, ανήσυχος, ενθουσιασμένοι, συγκινημένος, ενθουσιασμένος, ενθουσιασμένη, ενθουσιασμένος για
Схвильований στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • антикорозійний στα ελληνικά - διάβρωση, διάβρωσης, στη διάβρωση, τη διάβρωση, διαβρώσεως
  • драпірування στα ελληνικά - κουρτίνα, Προικός, πτυχώσεις, πτυχολογία, κουρτίνες
  • м'яко στα ελληνικά - μαλακά, ήπια, ελαφρώς, ηπίως, ελαφρά, μετρίως
  • межування στα ελληνικά - γειτονικός, διακόπτω, σας διακόπτω, διαμόρφωση σωλήνων, χάραξη περιβλήματος
Τυχαίες λέξεις
Схвильований στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νευρικός, αγχώδης, ανήσυχος, ενθουσιασμένοι, συγκινημένος, ενθουσιασμένος, ενθουσιασμένη, ενθουσιασμένος για