Ανήσυχος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ανήσυχος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
передчуттів, тривоги, схвильований, неспокійний, стурбований, тривожний, тямущий, кмітливий, турбуються, непокояться, переймаються, тривожаться, хвилюються
Ανήσυχος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανήσυχος

ανήσυχος ύπνος μωρού, ανήσυχος υπερβολικός, ανήσυχος ύπνος μωρού 5 μηνων, ανήσυχος ύπνος νεογέννητου, ανήσυχος ύπνος παιδιού, ανήσυχος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανήσυχος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ανήμπορος στα ουκρανικά - безпомічний, недотепний, невмілий, беззахисний, безпорадний, безпорадна, безпорадне, ...
  • ανήσυχα στα ουκρανικά - нервово, неспокійно, занепокоєно, тривожно, стурбовано
  • ανήφορος στα ουκρανικά - підйом, піднесення
  • ανίκανος στα ουκρανικά - неправоздатність, небажаний, непридатний, непідходящий, безпомічний, невмілий, негідний, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανήσυχος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: передчуттів, тривоги, схвильований, неспокійний, стурбований, тривожний, тямущий, кмітливий, турбуються, непокояться, переймаються, тривожаться, хвилюються