Схилитися στα ελληνικά
Μετάφραση: схилитися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκύβω, γέρνω, στροφή, καμπυλώνεται, πλώρη, τόξο, πλώρης, φιόγκο, το τόξο
Μεταφράσεις
- вичерпувати στα ελληνικά - μειώνω, εξάτμιση, εξαντλώ, καυσαερίων, εξάτμισης, εξαγωγής, εξατμίσεως
- дзеркала στα ελληνικά - ευθυμία, χαρά, Καθρέπτες, Καθρέφτες, Καθρεφτάκια, Mirrors, κάτοπτρα
- збентежте στα ελληνικά - πτοώ, συγχέουν, μπερδεύουν, συγχέουμε, συγχέετε, συγχέει
- корпус στα ελληνικά - κέλυφος, μπαούλο, θάλαμος, θαλάμη, σεντούκι, κοιλότητα, σώμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Схилитися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκύβω, γέρνω, στροφή, καμπυλώνεται, πλώρη, τόξο, πλώρης, φιόγκο, το τόξο
Μεταφράσεις: σκύβω, γέρνω, στροφή, καμπυλώνεται, πλώρη, τόξο, πλώρης, φιόγκο, το τόξο