Таврувати στα ελληνικά

Μετάφραση: таврувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καυτηριάζω, καίω, μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, σήματος
Таврувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • батьки στα ελληνικά - γονείς, τους γονείς, γονέων, οι γονείς, των γονέων
  • бекання στα ελληνικά - βελάζω, βέλασμα, ΒΑΑ, BAA, της BAA, η ΒΑΑ
  • димитися στα ελληνικά - καπνοί, καπνίζω, καπνός, να καπνίζουν, να καπνίσει, να καπνίζει, να καπνίσουν, ...
  • дідусь στα ελληνικά - παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
Τυχαίες λέξεις
Таврувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καυτηριάζω, καίω, μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, σήματος