Тип στα ελληνικά
Μετάφραση: тип, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φύση, δείγμα, δακτυλογραφώ, είδος, τύπος, τύπου, τύπο, τον τύπο
Μεταφράσεις
- асистент στα ελληνικά - βοηθός, βοηθό, βοηθού, βοηθοί
- базіка στα ελληνικά - διατηρώ, πολυλογάς, πολυφλύαρο άτομο
- збуджувати στα ελληνικά - συγκίνηση, διεγείρω, ηλεκτρίζω, ηλεκτροδοτώ, ενθουσιάσει, ενθουσιάζουν, διεγείρει, ...
- мама στα ελληνικά - στιγμή, θηλαστικό, μαμά, Η μαμά, mom, τη μαμά, μητέρα
Τυχαίες λέξεις
Тип στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φύση, δείγμα, δακτυλογραφώ, είδος, τύπος, τύπου, τύπο, τον τύπο
Μεταφράσεις: φύση, δείγμα, δακτυλογραφώ, είδος, τύπος, τύπου, τύπο, τον τύπο