Тонкий στα ελληνικά
Μετάφραση: тонкий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύφαλος, συλλογισμός, αραιός, μικρός, λιγνός, ψιλός, αραιώνω, αδυνατίζω, λεπτός, λεπτό, λεπτή, λεπτής, λεπτές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- двійник στα ελληνικά - παρόμοιος, ομόλογος, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
- клавіші στα ελληνικά - κλειδιά, πλήκτρα, κλειδιών, τα πλήκτρα, πλήκτρων
- коронування στα ελληνικά - στέψη, στέψης, τη στέψη, coronation, στέψη του
- мандруйте στα ελληνικά - ταξίδι, Travel, Ταξίδια, Ταξιδιωτικές, Ταξιδιωτικά
Τυχαίες λέξεις
Тонкий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύφαλος, συλλογισμός, αραιός, μικρός, λιγνός, ψιλός, αραιώνω, αδυνατίζω, λεπτός, λεπτό, λεπτή, λεπτής, λεπτές
Μεταφράσεις: ύφαλος, συλλογισμός, αραιός, μικρός, λιγνός, ψιλός, αραιώνω, αδυνατίζω, λεπτός, λεπτό, λεπτή, λεπτής, λεπτές