Торгуватись στα ελληνικά

Μετάφραση: торгуватись, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παζαρεύω, παζάρι, συμφωνία, ευκαιρίας, ευκαιρία, διαπραγμάτευσης
Торгуватись στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • біографічний στα ελληνικά - βιογραφικός, βιογραφικά, βιογραφικό, βιογραφικές, βιογραφική
  • винен στα ελληνικά - ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
  • жадною στα ελληνικά - κερδομανής, αγροίκος, άπληστος, άπληστοι, άπληστους, άπληστο, άπληστη
  • житлі στα ελληνικά - εισπνοή, στέγαση, περίβλημα, στέγασης, κατοικιών, περιβλήματος
Τυχαίες λέξεις
Торгуватись στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παζαρεύω, παζάρι, συμφωνία, ευκαιρίας, ευκαιρία, διαπραγμάτευσης