Торгуватися στα ελληνικά

Μετάφραση: торгуватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παζαρεύω, παζάρι, συμφωνία, ευκαιρίας, ευκαιρία, διαπραγμάτευσης
Торгуватися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • в'єтнамець στα ελληνικά - άποψη, Βιετνάμ, Βιετναμέζικη, vietnamese, βιετναμέζικα, του Βιετνάμ
  • гущавина στα ελληνικά - ρουμάνι, λόχμη, άλσος, θάμνων, thicket, θάμνους
  • залежність στα ελληνικά - εξάρτηση, εξάρτησης, εξάρτηση από, εξάρτησης από, της εξάρτησης
  • маслина στα ελληνικά - ελιά, ελιάς, ελαιόλαδο, ελιές, της ελιάς
Τυχαίες λέξεις
Торгуватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παζαρεύω, παζάρι, συμφωνία, ευκαιρίας, ευκαιρία, διαπραγμάτευσης