Традиційний στα ελληνικά
Μετάφραση: традиційний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντηρητικός, κληρονομικός, παραδοσιακός, παραδοσιακό, παραδοσιακή, παραδοσιακά, παραδοσιακές
Μεταφράσεις
- бабак στα ελληνικά - αρκτόμυς, Marmot, μαρμότα, μαρμοτών, της Marmot
- в'язка στα ελληνικά - πακέτο, δέμα, μάτσο, σκοινί, δέσμη, σωριάζω, τσαμπί, ...
- відходити στα ελληνικά - περικόπτω, αναχωρούν, αναχωρήσει, αποκλίνουν, αναχωρούμε, αναχωρήσουν
- вішання στα ελληνικά - ανακοπή, ανάρτηση, αναστολή, εναιώρημα, κρέμασμα, κρέμονται, κρέμεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Традиційний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντηρητικός, κληρονομικός, παραδοσιακός, παραδοσιακό, παραδοσιακή, παραδοσιακά, παραδοσιακές
Μεταφράσεις: συντηρητικός, κληρονομικός, παραδοσιακός, παραδοσιακό, παραδοσιακή, παραδοσιακά, παραδοσιακές