Тремтячий στα ελληνικά
Μετάφραση: тремтячий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισφαλής, αποβάθρα, πρόκριση, τρόμος, τρέμουλο, τρέμει, τρέμοντας, τρεμούλιασμα
Μεταφράσεις
- аякже στα ελληνικά - βεβαίως, απολύτως, βέβαια, τελείως, ποτέ, ασφαλώς, σίγουρα, ...
- бугор στα ελληνικά - δένω, τούρλα, λοφίσκος, κόμβος, φιόγκος, θηλή, θηλής, ...
- кваліфікований στα ελληνικά - έντεχνος, ικανός, ειδική, προσόντα, ειδικευμένο, εξειδικευμένο, με ειδική
- коректування στα ελληνικά - ενημέρωση, επικαιροποίηση, ενημέρωσης, την ενημέρωση, αναπροσαρμογή
Τυχαίες λέξεις
Тремтячий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισφαλής, αποβάθρα, πρόκριση, τρόμος, τρέμουλο, τρέμει, τρέμοντας, τρεμούλιασμα
Μεταφράσεις: επισφαλής, αποβάθρα, πρόκριση, τρόμος, τρέμουλο, τρέμει, τρέμοντας, τρεμούλιασμα