Трухнути στα ελληνικά

Μετάφραση: трухнути, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπίζω, truhnuty
Трухнути στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вихваліть στα ελληνικά - εκθειάζω, vyhvalit
  • журно στα ελληνικά - Zh, Ζη, σειράς ZH, της σειράς ZH
  • завиток στα ελληνικά - αναπηδώ, μπούκλα, κατσαρώματος, κατσάρωμα, μπουκλών, curl
  • маляр στα ελληνικά - τεχνίτης, καλλιτέχνης, ζωγράφος, ζωγράφου, ζωγράφο
Τυχαίες λέξεις
Трухнути στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπίζω, truhnuty