Тужиться στα ελληνικά

Μετάφραση: тужиться, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καημός, tuzhitsya
Тужиться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • володілець στα ελληνικά - ιδιοκτήτης, κάτοχος, κτήτορας, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, δικαιούχου
  • відріг στα ελληνικά - σπιρούνι, κεντρίζω, παρακινώ, σπιρουνίζω, ώθηση, κίνητρο, κέντρισμα, ...
  • грубість στα ελληνικά - τραχύτητα, κτηνωδία, τραχύτητας, την τραχύτητα, τραχύτητα της, η τραχύτητα
  • качан στα ελληνικά - πυρήνας, λάχανο, λάχανου, το λάχανο, λάχανα, λάχανων
Τυχαίες λέξεις
Тужиться στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καημός, tuzhitsya