Тушити στα ελληνικά
Μετάφραση: тушити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνίγω, στιφάδο, stew, κατσαρόλας, βραστό, κατσαρόλα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- віденець στα ελληνικά - Βιεννέζος, βιενέζικο, βιεννέζικο, βιεννέζικη, βιενέζικη
- дроворуб στα ελληνικά - ξυλοκόπος, ξυλοκόπο, υλοτόμος, woodcutter, ξυλοκόπου
- запал στα ελληνικά - πάθος, χαρτοφυλάκιο, πυρακτώνομαι, λαύρα, φεγγοβολώ, θέρμη, λάμψη, ...
- запобігання στα ελληνικά - αποφυγή, εμποδισμός, πρόληψη, πρόληψης, την πρόληψη, πρόληψη των, της πρόληψης
Τυχαίες λέξεις
Тушити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνίγω, στιφάδο, stew, κατσαρόλας, βραστό, κατσαρόλα
Μεταφράσεις: πνίγω, στιφάδο, stew, κατσαρόλας, βραστό, κατσαρόλα