Тямущий στα ελληνικά
Μετάφραση: тямущий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτήδειος, πειθήνιος, επιδέξιος, ανήσυχος, έξυπνα, έξυπνος, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бізнесмен στα ελληνικά - επιχειρηματίας, επιχειρηματία, επιχειρηματίας που, επιχειρηματία που
- вартування στα ελληνικά - δασμοί, καθήκον, vartuvannya
- відтягати στα ελληνικά - vidtyahaty
- крадіжка στα ελληνικά - κλοπή, κλέβω, διάρρηξη, λαρδί, βουτώ, κλοπής, την κλοπή, ...
Τυχαίες λέξεις
Тямущий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτήδειος, πειθήνιος, επιδέξιος, ανήσυχος, έξυπνα, έξυπνος, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες
Μεταφράσεις: επιτήδειος, πειθήνιος, επιδέξιος, ανήσυχος, έξυπνα, έξυπνος, έξυπνο, έξυπνη, έξυπνες