Πειθήνιος στα ουκρανικά

Μετάφραση: πειθήνιος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тямущий, слухняний, покірний, нагорода, слухняна
Πειθήνιος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειθήνιος

πειθήνιος σημαίνει, πειθήνιος προταση, πειθήνιος βικιλεξικο, πειθήνιος ετυμολογία, πειθήνιος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πειθήνιος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πεθάνω στα ουκρανικά - штемпель, гинути, померти, вмирати, упиратися, вмерти, умерти
  • πεθαμένος στα ουκρανικά - помирати, неживий, глухої, мертвий, глухий, мертвих, мертві
  • πειθαναγκάζω στα ουκρανικά - присилувати, замовкнути, вмовкнути, примушувати, з примусу, за примусом, з примушення, ...
  • πειθαρχία στα ουκρανικά - дисципліна, наука, дисципліну
Τυχαίες λέξεις
Πειθήνιος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: тямущий, слухняний, покірний, нагорода, слухняна